"Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας"
Αγαπάμε το ωραίο με απλότητα και φιλοσοφούμε χωρίς μαλθακότητα
Φράση του Περικλή που εκφώνησε στον Επιτάφιο λόγο του στον Κεραμεικό, για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου....
Περικλέους Επιτάφιος
Ο Περικλέους Επιτάφιος ή Επιτάφιος του Περικλή είναι το απόσπασμα από το έργο «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου» του αρχαίου Αθηναίου ιστορικού Θουκυδίδη στο οποίο παρατίθεται ο λόγος που ο Περικλής εκφώνησε το 430 π.Χ. για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου.
Ο λόγος βρίσκεται στο δεύτερο βιβλίο του έργου (2.35 έως 2.44) και περιλαμβάνει ένα φλογερό ύμνο στην Αθηναϊκή δημοκρατία και στην αγάπη του Αθηναίου προς την ελευθερία. Το παρακάτω απόσπασμα αναφέρεται συχνά σε πολεμικούς επικήδειους, καθώς είναι εξαιρετικό παράδειγμα απόδοσης τιμών στους νεκρούς:
Ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκεία σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ’ ἑκάστω τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται.
(Διότι τάφος των επιφανών ανδρών είναι κάθε τόπος, και δε σώζεται το όνομά τους μόνο σε επιγραφές στην πατρίδα τους, αλλά διατηρείται η ανάμνησή τους και στις ξένες χώρες, πιο πολύ στη μνήμη και στις καρδιές των ανθρώπων παρά στα γραπτά μνημεία και στους τάφους.)
Το ιστορικό πλαίσιο
Μετά το πρώτο έτος του πολέμου, ενός πολέμου του οποίου τότε κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τη διάρκειά του αλλά ήταν φανερό πως δεν είχε τελειώσει, έθιμο ήταν να γίνεται στις αρχές του χειμώνα η κηδεία των πεσόντων με εκφώνηση επιταφίου από έναν διακεκριμένο άνδρα. Συγκεκριμένα[1] οι νεκροί καίγονταν πλέον συνήθως επί τόπου (στα πεδία των μαχών) και στην Αθήνα μεταφέρονταν τα οστά για ταφή. Αυτό είχε αφορμή τον «πάτριο νόμο» που ίσχυε ειδικά στην Αθήνα για λόγους καθαρά πρακτικούς[2], αλλά και πολιτικούς[3] Σύμφωνα με το έθιμο τα οστά μεταφέρονταν σε λάρνακα από κυπαρίσσι σε μία άμαξα για κάθε φυλή των Αθηναίων και στο τέλος τιμητικά μια λάρνακα μεταφερόταν με τα χέρια και σκεπασμένη με σεντόνι, για όσους τα σώματα δεν μπόρεσαν να περισυλλεγούν και να ταφούν («τῶν ἀφανῶν» όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, για αυτή την τόσο ευαίσθητη ή πολιτικά ευφυή μεταχείριση που προσέφερε παρηγοριά στους συγγενείς και κουράγιο στους στρατιώτες, ότι ακόμα κι αν δεν βρεθεί το νεκρό σώμα τους αν σκοτωθούν σε μάχη ή ναυμαχία, δεν θα μείνουν ακήδευτοι).
Στον χώρο του Κεραμεικού βρίσκονταν γυναίκες που θρηνούσαν όπως ήταν τα έθιμο. Σύμφωνα με τα ισχύοντα, ένας εκλεγμένος πολίτης που η γνώμη του ήταν συνετή και άξια, έλεγε τον έπαινο τον πρέποντα και η τελετή έληγε. Στην περίπτωση αυτή «ορίστηκε να μιλήσει ο Περικλής, ο γιος του Ξανθίππου, που ανέβηκε στο βήμα ώστε η φωνή του να φτάνει στα αυτιά όσο το δυνατόν περισσότερων...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου