Ο όρος Οικονομικός προέρχεται από τα: οίκος και νέμω. Ο οίκος είναι μία έννοια που δημιουργήθηκε στην αρχαιότητα, και συγκεκριμένα κατά την ομηρική εποχή( 1.100 – 750 π. Χ.). Όπως διαπιστώνεται η έννοια αυτή είναι ευρύτερη από αυτή της οικογένειας.
Ο οίκος δεν αποτελούσε απλώς μια ομάδα ατόμων που συνδέονταν με δεσμούς αίματος ή γάμου(πυρηνική οικογένεια), ούτε ένα σύνολο ατόμων που είχαν κοινή καταγωγή(το σύνολο των συγγενών – γένος), αλλά αποτελούσε μια μικρή ομάδα παραγωγής και κατανάλωσης αγαθών, η οποία αποτελούνταν από τα μέλη μιας οικογένειας και άλλα άτομα, είτε ελεύθερους είτε δούλους, που οικονομικά εξαρτιόνταν από την οικογένεια.
Όλα τα μέλη του οίκου, ακόμα και ο επικεφαλής και τα συγγενικά του πρόσωπα, συμμετείχαν στις παραγωγικές διαδικασίες και στην κατανάλωση των παραγόμενων αγαθών, καθώς όλοι οι οίκοι επιδίωκαν την αυτάρκειά τους.
Έτσι, στην έννοια του οίκου περιλαμβάνονταν και όλα τα περιουσιακά στοιχεία( π. χ. η γη, τα κτίρια, τα ζώα, τα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ο εξοπλισμός κ. λ. π.), που εξασφάλιζαν την επιβίωση των μελών του οίκου.
Το ρήμα νέμω με τη σημασία: κατέχω(ένα πράγμα) και απολαμβάνω τα ωφελήματα που μου προσφέρει, στη σύνθεσή του με τον οίκο σημαίνει: διοικώ, κυβερνώ το σπίτι, το νοικοκυριό και ό, τι άλλο αναφέραμε προηγουμένως στην έννοια του οίκου.
Η ένταξη της οικονομίας στο σύνολο των πολιτικών-κοινωνικών λειτουργιών της πόλης-κράτους.Η πόλη-κράτος ήταν μια ιδιότυπη μορφή κράτους στην αρχαιότητα, που χαρακτηριζόταν από ανεξαρτησία και αυτονομία και κυριαρχούσε σ’ ένα καθορισμένο έδαφος, συνήθως μικρής έκτασης. Υπήρχαν διάφορες μορφές πόλεων-κρατών με κοινό χαρακτηριστικό την ελευθερία των κατοίκων τους στη συμμετοχική ζωή της πόλης.
Οι πόλεις-κράτη ήκμασαν στον ελλαδικό χώρο κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο. Η παρακμή τους άρχισε την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου και ολοκληρώθηκε με την εμφάνιση του Μακεδονικού κράτους και αργότερα με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, οπότε φάνηκε η υπεροχή του βασιλείου-κράτους.
Παράλληλα αποτελούσαν και προϋποθέσεις ύπαρξης της πόλης-κράτους ήταν η ελευθερία, η αυτονομία και η αυτάρκεια. Οι πολίτες δηλαδή αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους υπερασπίζοντας την ελευθερία της πόλης, συνέβαλλαν στη διακυβέρνηση με νόμους που είχαν θεσπίσει οι ίδιοι για να επιτύχουν την αυτονομία της και συμμετείχαν στην παραγωγή για να καλύψουν τις ανάγκες τους και να ενισχύσουν την αυτάρκεια της πόλης.
Η συγκρότηση των ελληνικών πόλεων-κρατών συνδέεται άμεσα με τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στις ομηρικές κοινωνίες και που ήταν διαφορετικές από περιοχή σε περιοχή.
Κατά την ομηρική εποχή (1.100-700 π. Χ.) η οικονομία του ελληνικού κόσμου βασιζόταν στη γεωργία και η παραγωγή στηριζόταν σε μια μορφή κλειστής αγροτικής οικονομίας που χαρακτηριζόταν από την επιτέλεση όλων των παραγωγικών εργασιών και την κατανάλωση όλων των παραγόμενων
αγαθών, γεωργικών και κτηνοτροφικών, στα πλαίσια του οίκου. Πολλές φορές παρουσιαζόταν έλλειψη αγαθών, τα οποία αναπληρώνονταν με περιορισμένο ανταλλακτικό εμπόριο μεταξύ των οίκων, με ανταλλαγή δώρων, με τον πόλεμο
και την πειρατεία. Μέτρο αναφοράς για την αξιολόγηση των ανταλλασσόμενων αγαθών ήταν το βόδι ή τα δέρματα ζώων, τα μέταλλα κι ακόμα οι δούλοι.
Την εποχή αυτή το εξωτερικό εμπόριο για την προμήθεια μετάλλων και δούλων διεξαγόταν από τους Φοίνικες.
Η κοινωνία της ομηρικής εποχής, άμεσα συνδεδεμένη με την οικονομία, ήταν διαρθρωμένη όπως αναφέραμε στα πλαίσια του οίκου, τον οποίο συγκροτούσαν : οι άριστοι(ευγενείς), κάτοχοι της γης με οικονομική δύναμη, το πλήθος, μια πολυάριθμη κοινωνική ομάδα αποτελούμενη από άτομα που ζούσαν στα πλαίσια του οίκου, χωρίς να έχουν άμεσους συγγενικούς δεσμούς
με τους ευγενείς. Οι δούλοι αποτελούσαν περιουσιακά στοιχεία του οίκου.
Σημαντική κοινωνική ομάδα της εποχής ήταν και οι δημιουργοί, άτομα των οποίων η εργασία προϋπέθετε κάποια εξειδίκευση (π. χ. ξυλουργοί, αγγειοπλάστες).
Η πολιτική οργάνωση των ομηρικών κοινωνιών ήταν φυλετική. Επικεφαλής των φυλετικών κρατών ήταν ο βασιλιάς, κληρονομικός άρχοντας με στρατιωτικές, θρησκευτικές και δικαστικές εξουσίες. Δίπλα στο βασιλιά υπήρχε η βουλή των γερόντων και ως συμβουλευτικό σώμα λειτουργούσε και η εκκλησία του δήμου. Διακρίνουμε ότι στα ομηρικά χρόνια διαμορφώθηκαν θεσμοί που οδήγησαν από τα μέσα του 8ου αιώνα π. Χ. στην πολιτική συγκρότηση των ελληνικών κοινωνιών.
Στα τέλη του 9ου αιώνα π. Χ. ο ομηρικός κόσμος περιήλθε σε περίοδο οικονομικοκοινωνικής κρίσης. Η δυσχερής οικονομική κατάσταση που επικρατούσε σχετιζόταν με τον περιορισμό της βασιλικής εξουσίας και την αύξηση της δύναμης των ευγενών(αγαθοί, άριστοι, ευπατρίδες, εσθλοί).
Στις πόλεις-κράτη εκτός από τους ευγενείς υπήρχε και μεγάλος αριθμός μικρών ή μεσαίων καλλιεργητών ή και ακτημόνων(πλήθος, όχλος, κακοί).
Πολλοί απ’ αυτούς ασχολήθηκαν στη συνέχεια με τη βιοτεχνία, το εμπόριο, τη ναυτιλία και πλούτισαν.
Τα πρώτα στάδια της ιστορικής πορείας των πόλεων-κρατών ήταν συνδεδεμένα με την ανάπτυξη του θεσμού της δουλείας, που στηριζόταν στην αντίληψη ότι ο πολίτης της αριστοκρατικήής τάξης πρέπει να είναι απαλλαγμένος από χειρωνακτικές εργασίες και να διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στην διακυβέρνηση του κράτους.
Η αποικιστική εξάπλωση των Ελλήνων στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο κατά τον 8ο και 6ο αιώνα π. Χ. είχε σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική-κοινωνική και πολιτική εξέλιξη εκείνης της περιόδου.
Η οικονομική κρίση αντιμετωπίστηκε έξω από τα όρια των πόλεων-κρατών με την ανάπτυξη του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα της οικονομίας.
Λόγω της διευρυμένης εμπορευματικής παραγωγής και της χρήσης του νομίσματος ως κύριου μέσου συναλλαγών δημιουργήθηκαν αλλαγές στον κοινωνικό τομέα, όπως η νέα κατηγορία πολιτών που πλούτισαν από το εμπόριο και διεκδικούσανμερίδιο στην άσκηση της εξουσίας.
Η κρίση της αριστοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας οδήγησε στην ανάπτυξη της δουλείας(δούλοι αργυρώνητοι).
Ο Θουκυδίδης θεωρείται ο πρώτος ιστορικός που προσπάθησε να εξηγήσει τις ιστορικές εξελίξεις, βασιζόμενος στην εξέταση των διαφόρων οικονομικών,
κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων που τις καθόρισαν. Έτσι, όσον αφορά την εξέλιξη των πολιτευμάτων στις πόλεις-κράτη, απέδωσε την παρακμή της κληρονομικής βασιλείας και το σταδιακό πέρασμα στην τυραννίδα στην αύξηση της δύναμης της Ελλάδας την οποία συνέδεσε άμεσα με την οικονομική
ανάπτυξη που έφερε η συστηματική ενασχόληση των Ελλήνων με το εμπόριο και τη ναυτιλία. Και πραγματικά οι οικονομικές εξελίξεις που προκάλεσε ο δεύτερος αποικισμός με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας πρόσφεραν πλούτο σε στρώματα πληθυσμού που διεκδίκησαν την εξουσία πολλές φορές με τη βία.
Κατά τον 4Ο αιώνα π. Χ.(κλασική περίοδος) η κρίση της πόλης-κράτους συνδέεται με ποικίλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Η οικονομία στη κλασική εποχή σε σχέση με αυτή της αρχαϊκής διακρίνεται ποσοτικά, ενώ υστερεί σε ποιότητα, μεθόδους και σε τεχνικά ζητήματα.
Ο καινούργιος κλάδος οικονομικής δραστηριότητας ήταν ο τραπεζικός λόγω της ευρείας διάδοσης του νομίσματος. Όσοι κατείχαν παραγωγικά μέσα ενδιαφέρονταν ν’ αυξήσουν και να βελτιώσουν τα προϊόντα τους, καθώς και να μειώσουν το κόστος παραγωγής.
Γι’ αυτό το λόγο εφάρμοσαν νέες μεθόδους ικανές να ενδυναμώσουν την εκμετάλλευση των πηγών και των εργατικών δυνάμεων. Η χρησιμοποίηση της δουλικής εργασίας προκάλεσε ανάσχεση της οικονομικής προόδου, επειδή στάθηκε τροχοπέδη στην τεχνική πρόοδο.
Στον τομέα της οικονομίας δεν υπήρξε κίνητρο για μηχανικές ανακαλύψεις, γιατί η χρησιμοποίηση των δούλων καθιστούσε πολύ φθηνή την εργασία. Όσο και αν κάποιοι τον 5ο αιώνα υποστήριξαν ότι η δουλεία δεν ήταν φυσικό φαινόμενο, ο Αριστοτέλης είχε εντελώς διαφορετική άποψη. Αυτός υποστήριξε ότι η δουλεία ήταν φυσικό φαινόμενο, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ορισμένοι άνθρωποι είναι από τη φύση τους φτιαγμένοι να είναι δούλοι, ενώ άλλοι ελεύθεροι. Συμπληρώνει ότι η δουλεία είναι απαραίτητη, γιατί έδινε τη δυνατότητα στους ελεύθερους ν’ αποφεύγουν τις χειρωνακτικές εργασίες που ταπείνωναν το φρόνημα και έφθειραν το σώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου