Η εφεύρεση του χρήματος
Ο άνθρωπος από τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη προσπάθειά του να βελτιώσει τις βιοτικές του ανάγκες αναζήτησε τρόπους προκειμένου να διεκπεραιώσει τις εμπορικές του συναλλαγές. Αρχικά στις πρώιμες κοινωνίες όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζούσε από τη γεωργία, το εμπόριο ήταν περιορισμένο. Άλλωστε οι ανάγκες των ανθρώπων ήταν λιγοστές.
Η ανταλλαγή με περίσσεια αγαθά, αντιπραγματισμός, θεωρήθηκε ένα πρώτο τάδιο για την εξέλιξη του νομίσματος. Ως μέσα ανταλλαγής χρησίμευαν προϊόντα διατροφικού ή ενδυματολογικού είδους.
Στην ιστορική πορεία των λαών εμφανίστηκαν διαφορετικές πρακτικές στον τομέα των συναλλαγών. Στα τέλη της 3ης χιλιετίας από γραπτές πηγές της Μεσοποταμίας διακρίνουμε ότι στις συναλλαγές τους οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν ευγενή μέταλλα-χρυσό και άργυρο- ως μονάδες μέτρησης και ανταλλαγής των εμπορευμάτων τους. Το ίδιο παρατηρούμε και σε αιγυπτιακά
κείμενα της πρώτης χιλιετίας π. Χ. Η υιοθέτηση των μετάλλων έγινε γρήγορα και από άλλους μεσογειακούς λαούς.
Η εκμετάλλευση των πολύτιμων μετάλλων, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι στις πρωτόγονες κοινωνίες σε ράβδους ή σε όγκους ως ανταλλακτικά μέσα, επιβλήθηκε από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων. Το μεταλλικό νόμισμα καθιερώθηκε, γιατί ήταν εύκολο να κοπεί σε ομοιογενή τυποποιημένα κομμάτια εξαιτίας του μικρού του όγκου, είχε εγγυημένο βάρος και αξία, καθώς και απεριόριστη διάρκεια ζωής
Το νόμισμα ορίζεται με τη στενή και την πλατιά του έννοια. Με τη στενή έννοια του όρου νόμισμα είναι ένα μικρό κομμάτι μετάλλου, σχήματος δίσκου, με αποτυπωμένο κάποιο ιδιαίτερο σήμα ή παράσταση, που εκδίδεται από το κράτος για να χρησιμέψει ως ανταλλακτικό μέσο, με ορισμένη αξία που αναγράφεται πάνω του. Με την πλατιά του έννοια, ο όρος νόμισμα περιλαμβάνει εκτός από τα μεταλλικά νομίσματα, τα χαρτονομίσματα και τα τραπεζογραμμάτια.
Η έννοια του νομίσματος είναι στενότερη από την έννοια του χρήματος. Στα πρώτα στάδια της χρηματικής οικονομίας, ορισμένα χρηματικά μέσα που χρησιμοποιούσαν στις πρωτόγονες κοινωνίες, όπως τα ζώα, τα όστρακα, τα δέρματα, οι πολύτιμες πέτρες κ. λ. π., δεν ήταν νόμισμα, ενώ στις σύγχρονες
αναπτυγμένες οικονομίες η έννοια του λογιστικού χρήματος (καταθέσεις σε τράπεζες που κινούνται με επιταγές) δεν καλύπτεται από την έννοια του νομίσματος.
Πρόδρομοι των νομισμάτων είναι μετάλλινα αντικείμενα με διάφορα σχήματα. Χαρακτηριστικοί είναι οι σιδερένιοι οβελοί. Υπάρχουν δύο παραδόσεις σχετικά με την πατρότητα του αρχαίου ελληνικού νομίσματος.
Η πιο παραδεκτή άποψη μας μαρτυρά, κατά τον Ηρόδοτο, στα τέλη του 8ου αιώνα π. Χ. ότι το νόμισμα είναι εφεύρεση των πόλεων της Μ. Ασίας. Πρώτοι οι Λυδοί έκοψαν νόμισμα από κράμα χρυσού και αργύρου. Ο Κροίσος στα μέσα του 6ου αιώνα π. Χ. έκοψε νομίσματα για πρώτη φορά από καθαρό χρυσό, τους
«κροίσειους στατήρες». Στους Πέρσες το χρυσό νόμισμα λεγόταν «δαρεικός».
Η άλλη παράδοση αναφέρει το Φείδωνα, βασιλιά του Άργους τον 7ο αιώνα π.Χ. ως εμπνευστή της χρήσης των σιδερένιων οβελών.
Όσον αφορά την αξία των αρχαίων ελληνικών νομισμάτων ο οβελός είχε τη μικρότερη. Ακολουθούσαν άλλα νομίσματα όπως η δραχμή, ο στατήρ, η μνα και το τάλαντο.
Προς τα τέλη του 7ου αιώνα π. Χ. επινοείται το κερματόμορφο νόμισμα στη περιοχή της Μ. Ασίας και του Αιγαίου. Η εξέλιξη αυτή προήλθε από την προσπάθεια να βελτιωθούν οι εμπορικές συναλλαγές των ανθρώπων.
Αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι οι λαοί της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, που στάθηκαν πρωτοπόροι στη χρήση των μετάλλων για τις συναλλαγές τους, δεν χρησιμοποίησαν το νόμισμα στην κερματική του μορφή.
Τα πρώτα νομίσματα που κόπηκαν στον ελλαδικό χώρο, είναι της Αίγινας «οι χελώνες», της Αθήνας, και της Κορίνθου. Ύστερα ακολούθησαν κι άλλες ελληνικές πόλεις όχι μόνο της Μ. Ασίας και της μητροπολιτικής Ελλάδας , αλλά και της Κ. Ιταλίας και Σικελίας.
Με τη χρήση πλέον του νομίσματος οι εμπορικές συναλλαγές των πόλεων εκείνης της εποχής διευκολύνθηκαν σημαντικά. Ως εκ τούτου οι πόλεις – κράτη γνώρισαν αυτοδυναμία πέραν των γεωγραφικών τους ορίων.
Η κοπή νομισμάτων σε πολύτιμα μέταλλα συνεχίστηκε και από τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, όλο το Μεσαίωνα και στους νεώτερους χρόνους.
Στις αρχές του 20ου αιώνα άρχισε να εγκαταλείπεται η κοπή χρυσών νομισμάτων, ενώ ασημένια εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται από αρκετά κράτη μέχρι και το 1960.
Έπειτα η νεότερη τεχνολογία επέτρεψε τη
χρησιμοποίηση και άλλων μετάλλων, όπως νικελίου, ψευδαργύρου και αλουμινίου, καθώς και μιας μεγάλης ποικιλίας κραμάτων.
Όποια κι αν είναι η σύστασή του το νόμισμα είναι το ανθρώπινο επίτευγμα που διευκολύνει τις συναλλαγές και καθορίζεται ανάλογα με τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες κάθε εποχής.
Ορισμός του πλούτου κατά τον Ξενοφώντα Πλούτος κατά τον Ξενοφώντα είναι η απόκτηση πολλών αγαθών με σκοπό
την κάλυψη των ανθρωπίνων αναγκών. Ο πλούτος σύμφωνα με τον Ξενοφώντα καθορίζεται όχι από την ποσότητά του, αλλά από το μέγεθος των αναγκών αυτού που τον κατέχει. Συγκεκριμένα ο άνθρωπος με τις λιγότερες ανάγκες είναι πλουσιότερος από εκείνον που έχει περισσότερες, με σταθερή βέβαια την
26 Πέννα 2006, στο Πέννα(επιμ):30. 18 ποσότητα του πλούτου. Παράδειγμα ο Σωκράτης λογίζεται πιο πλούσιος , όπως
αναφέρει στον «Οικονομικό», συγκρινόμενος με τον κατεξοχήν πλούσιο Κριτόβουλο, γιατί έχει λιγότερες ανάγκες.
Ο Ξενοφώντας δεν θεωρεί τον πλούτο αυτοσκοπό, αλλά το μέσο για να ετύχει κάποιος ένα στόχο του και αυτό τον κάνει αντίθετο στη νοοτροπία της αποθησαύρισης πλούτου. Όσον αφορά το περιεχόμενό του πιστεύει πως μόνο τα ωφέλιμα αγαθά είτε υλικά είτε πνευματικά μπορούν να θεωρηθούν χρήσιμα.
Για παράδειγμα, ακόμα και η ωφέλεια που προέρχεται από τη χρησιμοποίηση των εχθρών, θεωρείται αγαθό συστατικό του πλούτου. Οτιδήποτε χρησιμοποιείται με ωφέλιμο τρόπο , για παράδειγμα η καλλιέργεια ενός αποδοτικού αγρού, αυτό μπορεί ν’ αποτελέσει αγαθό του πλούτου.
Διαχωρίζει όμως ο Ξενοφώντας την περίπτωση που κάποιος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα αγαθό λόγω άγνοιας ή ανικανότητας. Εδώ ο Σωκράτης στον «Οικονομικό»
27 αναφέρει το παράδειγμα του αυλού. Είναι απαραίτητο να
γνωρίζει κάποιος πώς να χρησιμοποιήσει το αγαθό για να είναι επικερδές.
Ο Ξενοφών στα «Απομνημονεύματά» του υποστηρίζει ότι ο πλούτος και όλα τα υλικά αγαθά που τον προσδιορίζουν έχουν σχετική αξία και μόνο μέσα από τη φρόνιμη χρήση τους θεωρούνται αγαθά, ενώ διαφορετικά μεταβάλλονται σε
κακά.
Επιπρόσθετα, στον «Οικονομικό» στο κεφάλαιο 2 μέσα από τα λόγια του Σωκράτη τονίζει ότι η αφθονία αγαθών είναι αποτέλεσμα της καλλιέργειας της γης. Η γεωργία προσφέρει ευχαρίστηση, πλούτο και παράλληλα άσκηση του σώματος. Βάση της οικονομίας, κατά τον Ξενοφώντα, είναι η γεωργία, η πιο
ωφέλιμη εργασία και τέχνη για τον καλό και αγαθό άνδρα, από την οποία οι άνθρωποι αποκτούν όλα τα αναγκαία και πλουτίζουν. Ο πλούτος ως μεμονωμένη έννοια είχε σχετική αξία στον Ξενοφώντα. Συνδυαζόταν με ηθικές αξίες όπως η ανδρεία, η φρόνηση, η φιλοπονία και η φιλοτιμία.
Πηγή:amitos.library.uop.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου