Κυριακή, Ιουνίου 30, 2024

Κοντοσιμώσετε μου, κάτσετε παραπέζουλα

Κοντοσιμώσετε μου, κάτσετε παραπέζουλα και γροικάτε μια ιστορία απού ‘χω να σας δηγηθώ.

Ήτανε, μια φορά κι ένα καιρό, ένα κεφαλοχώρι, απου το λέγανε Αδερφοφάδες.

Αντρειωμένους κατοίκους είχε, ψυχωμένους, μα θεόμουρλους.

Μια νυχτιά, ένας από δαύτους, παράουρος και αθρωποδιώχτης, επήγε κι έχτισε στην πλατέα του χωριού, καταμεσίς τση στράτας έναν τοίχο, απού εχώριζε το χωριό στα δυό και δεν άφηνε να περάσουνε μήτε αθρώποι, μήτε οζά μήτε αμάξα.

Σαν εξημέρωσε ο Θιός τη μέρα, είδανε οι χωριανοί τον τοίχο και τους ήρθε κατασκέπαση.

Εχτυπήσανε την καμπάνα τσ’ εκκλησάς και εκαλέσανε τση χωριανούς σε μάζωξη, για ν’ αποφασίσουνε ίντα ‘πρεπε να κάμουνε.

Εμαζωχτήχανε και σπίθες επετούσανε τα μάθια τους από τη μάνητα τους.

«Να γκρεμίσωμε τον τοίχο ντελόγο» επρότεινε ο πρόεδρος κι όλοι εσυμφωνήσανε.

«Ίδια ‘δα να πάμε όλοι μαζί και να μπόξομε, μα πολλοί είμαστε και μονοκοπανιάς θα τονε ρίξομε» εφώνιαξε ο ‘πίτροπος κι όλοι εσυμφωνήσανε.

Εσηκώσανε τα μανίκια τους, εγεμίσανε τα πλεμόνια τους με μανισμένο αέρα και κινήσανε ομάδι κατά τον τοίχο.

Όμως, ίσαμε να φτάξουνε στην πλατέα, είχανε χωριστεί σε πατούλιες.

Η μια πατούλια επήγε από τη μια μπάντα του τοίχου κι εντάκαρε να μπόθει.

Μια άλλη πατούλια, επήγε από την άλλη μπάντα του τοίχου κι εντάκαρε κι αυτή να μπόθει.

Μια Τρίτη πατούλια, εστάθηκε ποδίπλα στον τοίχο κι εντάκαρε να βλαστημά εκειουσάς απού εμπόθανε κι εφώνιαζε διαταγές για το πώς έπρεπε να μπόθουνε.

Και μια τέταρτη πατούλια, καθισμένη ανακούρκουδα, εθώριε και δεν εμήλιε, μόνο επερίμενε να δει το αποτέλεσμα για ν’ αποφασίσει ίντα θα ΄κανε στη συνέχεια.

Κι ετσά, εσηκώθηκε ο ήλιος τρία κοντάρια αψηλά, όλοι ασχολούντανε με τον τοίχο του θεόμουρλου, οι πλιά πολλοί εμπόθανε, μα ο τοίχος δεν έλεγε να πέσει.

Μήτε χαλίκι του δεν έπεφτε.

Κι ακόμη κι εδά απού σας δηγούμαι την ιστορία, πράμα δεν έχει αλλάξει  στην πλατέα των Αδερφοφάδω.

Όλοι μπόθουνε ή κάνουνε πως μπόθουνε οι μισοί από τη μια μπάντα και οι ποδέλοιποι από την άλλη, άλλοι βλαστημούνε εκειουσάς απού μπόθουνε κι άλλοι ανημένουνε να δούνε ίντα θα ξετελέψει ο αγώνας για να πάρουνε θέση.

Κι ο τοίχος του θεόμουρλου, καμάρια μου, ακόμη στέκει ολόρθος και δεν αφήνει μήτε αθρώπους μήτε οζά μήτε αμάξα να περάσουνε.

Αυτή ‘ναι η ιστορία και ξα σας.
----------------------------------------------------------

Εκείνοι που παλεύουν με τον τοίχο είναι ο κόσμος. Τα κόμματα είναι πέρα και κάθονται και κοιτάνε και βρίζουνε και τον λένε και ηλίθιο κι από πάνω

Πάντα επίκαιρος και λόγια σοφά και ο νοών νοειτο

Καί οποίος κατάλαβε...... κατάλαβε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου